- διερέσσω
- διερέσσω (Α) [ερέσσω]1. κωπηλατώ, κολυμπώ με όλες μου τις δυνάμεις2. φρ. «διερέσσω χέρας» — κουνώ τα χέρια μου προς διάφορες κατευθύνσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διερέττοντα — διερέσσω row about pres part act neut nom/voc/acc pl (attic) διερέσσω row about pres part act masc acc sg (attic) διερέσσω row about pres part act neut nom/voc/acc pl (attic) διερέσσω row about pres part act masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερέσσοντας — διερέσσω row about pres part act masc acc pl διερέσσω row about pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήρεσα — διερέσσω row about aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήρεσαν — διερέσσω row about aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήρεσσα — διερέσσω row about aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήρεσσ' — διήρεσσα , διερέσσω row about aor ind act 1st sg (epic) διήρεσσε , διερέσσω row about aor ind act 3rd sg (epic) διήρεσσε , διερέσσω row about imperf ind act 3rd sg διήρεσσι , διήρης double masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)